-
1 треугольник
-а α.1. το τρίγωνο•прямоугольный треугольник ορθογώνιο τρίγωνο•
остроугольный треугольник οξυγώνιο τρίγωνο.
2. μουσικό όργανο τριγωνικού σχήματος.3. τριάδα, τριανδρία• συναρχία τριών προσώπων καθοδηγητικό τριμελές όργανο. -
2 треугольник
-
3 треугольник
треугольн||икм τό τρίγωνο[ν]:прямоугольный \треугольник τό ὁρθογώνιο τρίγωνο· равнобедренный \треугольник τό ἰσοσκελές τρίγωνο· равносторонний \треугольник τό ἰσόπλευρο τρίγωνο. -
4 треугольник
το τρίγωνο- θέσης, ναυτικό -параллактический - см. астрономический -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > треугольник
-
5 τρίγωνο
[тригоно] ουσ. о. треугольник.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τρίγωνο
-
6 треугольник
[τριουγκόλ'νακ] ουσ. α τρίγωνο -
7 треугольник
[τριουγκόλ'νακ] ουσ α τρίγωνο -
8 остроугольный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > остроугольный
-
9 прямоугольный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямоугольный
-
10 разноспрягаемый
грам. ετερόκλιτος. разностенность (напр. отливки) η διακύμανση του πάχους (του τοιχώματος). разносторонний1. мат. ανισόπλευρ/ος 2. (многообразный) πολύπλευρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разноспрягаемый
-
11 строить
строитьнесов1. κτίζω, χτίζω, οἰκοδομώ:\строить дом κτίζω σπίτι·2. перен (созидать, создавать) χτίζω:\строить планы κάνω σχέδια, σχεδιάζω·3. воен. συντάσσω, παρατάσσω:\строить в колонну παρατάσσω σέ φάλαγγα· 4.:\строить фразу συντάσσω φράση· \строить треугольник σχεδιάζω τρίγωνο· ◊ \строить гримасы κά(μ)νω μορφασμούς, στραβομουτσουνιάζω· \строить глазки κάνω τά γλυκά μάτια· \строить ко́зни ραδιουρ-γῶ, σκευωρώ, μηχανορραφώ. -
12 косой
επ., βρ: кос, коей, косо.1. πλάγιος, λοξός• επικλινής•-ые лучи солнца οι λοξές ακτίνες του ήλιου•
косой дождь λοξή βροχή•
косой почерк πλάγια γραφή.
2. στραβός, σκεβρός.3. βλ. косоглазый.4. μτφ. ύποπτος, δυσμενής•косой взгляд λοξή ματιά.
5. (απλ.) ουσ, λαγός.εκφρ.косой ворот – γιακάς που κουμπώνει στο πλευρό•косой парус – τριγωνικό καραβόπανο•косой угол – οξεία γωνία•косой треугольник – οξυγώνιο τρίγωνο•-ая сажень в плечах; в -ую сажень ростом – πελώριος άνθρωπος, άντρακλας. -
13 остроугольный
επ.οξυγώνιος•остроугольный треугольник οξυγόνιο τρίγωνο. -
14 равносторонний
-яя, -ееεπ. (μαθ.) ισόπλευρος•равносторонний треугольник ισόπλευρο τρίγωνο.
-
15 южный
νότι/ος- Треугольник астр. - ο Τρίγωνο, το - ο ΔέλταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > южный
-
16 прямоугольный
прямоугольныйприл ὁρθογώνιος:\прямоугольный треугольник τό ὀρθογώνιο[ν] τρίγωνο[ν]. -
17 разносторонний
разностороннийприл1. мат ἀνι-σόπλευρος, σκαληνός:\разносторонний треугольник τό σκαληνό τρίγωνο·2. перен πολύπλευρος, πολυμερής:\разносторонний человек ὁ πολύπλευρα ἀναπτυγμένος ἄνθρωπος, ὁ πολυμερής ἄνθρωπος· \разностороннийие интересы τά πολύπλευρα ἐνδιαφέροντα. -
18 образовать
-зую, -зуешь, μτχ. ενστ. образующий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. образованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. σχηματίζω, διαμορφώνω, κάνω•три линии -уют треугольник τρεις γραμμές κάνουν τρίγωνο•
дорога -ует полукруг ο δρόμος κάνει ημικύκλιο.
|| ιδρύω, δημιουργώ, συγκροτώ, φτιάχνω•образовать комиссию συγκροτώ επιτροπή•
образовать драмкружок ιδρύω δραματικό όμιλο.
|| αποτελώ.1. ιδρύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. τακτοποιούμαι.ρ.δ. и. σ. παλ. μορφώνω. || τελειοποιώ.μορφώνομαι, εκπαιδεύομαι. -
19 определить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. καθορίζω, προσδιορίζω•определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•
обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.
|| κάνω διάγνωση•определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.
(μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.
|| διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.
3. σημειώνω, διαγράφω•определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.
4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•
отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.
1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.
2. προσανατολίζομαι.3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•-в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•
определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•
определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).
-
20 разносторонний
επ., βρ: -решен, -роння, -ронне.1. πολύπλευρος, πολύμαθος, πολυκάτεχος• εγκυκλοπαιδικός.2. (μαθ.) αν ισόπλευρος•разносторонний треугольник αν ισόπλευρο τρίγωνο.